rut - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rut - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ruts; Rutting; Rut (disambiguation)

rut         

[rʌt]

общая лексика

половая охота

течка

гон

быть в половой охоте

борозда

рытвина

след

строительное дело

колея

жёлоб

фальц

выбоина

существительное

[rʌt]

общая лексика

колея

выбоина

привычка

рутина

колея, борозда

что-л. обычное, привычное

фальц, выемка

охота, половое возбуждение (у самцов)

техника

жёлоб

фальц

желоб

биология

половая охота

течка

гон

глагол

[rʌt]

общая лексика

проводить борозды

оставлять колеи

оставлять колеи, проводить борозды

быть в охоте (о самцах)

биология

быть в половой охоте

RUT         

сокращение

[rigging-up of tools] монтаж оборудования

rut         
1) желобок
2) выемка
3) морской бурун

Ορισμός

rut
n.
groove, furrow
1) a deep rut (in a road)
dreary routine
2) in a rut

Βικιπαίδεια

Rut
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για rut
1. After that, the closure of repertory companies grew increasingly frequent and he felt he was not only in a rut, but a very insecure rut.
2. In other words, out of a genre stereotype rut, "Something New" finds a way to exhale.
3. But reporters were stuck in the humorless rut of internecine war.
4. Bad habit÷ Allowing yourself to get in a rut and stay there.
5. But if you‘re in a dining rut, don‘t be fooled by its understated self–description.
Μετάφραση του &#39rut&#39 σε Ρωσικά